βαλαντιοκλέπτης

βαλαντιοκλέπτης
βᾰλαντῐοκλέπτης, ου, ,
A cutpurse, Phryn.201 (who condemns the form βαλαντο-).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βαλαντιοκλέπτης — cutpurse masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κλέφτης — Κορυφή (1.846 μ.) του Σμόλικα, στο δυτικό άκρο του. Βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νομού Ιωαννίνων, ΒΑ της Κόνιτσας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου (1946 49), το ύψωμα έγινε θέατρο πολεμικών επιχειρήσεων ανάμεσα στους Έλληνες. Το καλοκαίρι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”